Liberta e Sogni.

ποιοι είμαστε αλήθεια; οι σούπερ ήρωες ή η κρυφή τους ταυτότητα;

Άσιμος.

Ανθρώπους ψάχνουμε όχι ιδεολογίες.
Ανθρώπους να'χουν θάρρος, αγάπη, καλοσύνη.
Ανθρώπους που δεν είναι ψεύτες, ρηχοί και βολεμένοι και ξέρουν να δίνουνε, όχι να ρουφάν και να εκμεταλλεύονται τους γύρω.
Ανθρώπους έστω με καρδιά.
Ας είναι δικηγόροι, παπάδες και αστυνόμοι.
Ας είναι και χαφιέδες, κομουνιστές, αναρχικοί, αρκεί να έχουν τόλμη να κρατήσουν ένα λόγο και να πούνε την αλήθεια.

Cos'there's still magic in this world..

Cos'there's still magic in this world..
"drunk fairies on magic potions, beautiful witches and old pirates... They all come to life when the music starts."

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Το καλοκαίρι.(έφυγε, μου το κλεψες εσύ)

Ξυπνάς μεσημέρι, αλλά δε σε νοιάζει. Ο χρόνος έχει σταματήσει και οι μέρες κυλάνε όμορφα.
Ετοιμάζεσαι για θάλασσα, βάζεις τα πιο χαρούμενα τραγούδια, που σε κάνουν να χορεύεις μόνος σου και στο άκουσμά τους ένα αδιόρατο χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό σου.
Ξαπλώνεις στην ξαπλώστρα και κοιτάς το απέραντο γαλάζιο, τον ήλιο, είσαι ευτυχισμένος. Πίνεις καφέ, πίνεις μπύρες, πίνεις κοκτέιλς, πίνεις, συζητάς με τους κολλητούς σου, γελάς. Αποθηκεύεις στιγμές χαρούμενες για να σε κρατάνε ζεστό το χειμώνα. Μπαίνεις στη θάλασσα, κάνεις βουτιές, χωρίς έννοιες, κολυμπάς, συζητάς, παίζεις παιχνίδια, χορεύεις, διαβάζεις βιβλία, συγκινείσαι, νιώθεις γεμάτος, γεμάτος από αγάπη για τον κόσμο. Δεν μισείς τόσο όταν πηγαίνεις θάλασσα.
Περιμένεις το ηλιοβασίλεμα, παίρνεις την πιο ωραία πόζα, κάνεις χαζομάρες με τους φίλους, πίνεις γουλιά, καπνίζεις, διώχνεις ότι σε στενοχωρεί. Μπαίνεις στα σόσιαλ μίντια αλλά δεν ζηλεύεις γιατί περνάς ωραία.
Γυρίζεις σπίτι και κάνεις μπάνιο, δε θέλεις να διώξεις την αλμύρα, τη γεύση της θάλασσας, σου αρέσουν τα μαλλιά σου έτσι κατσαρά, αλλά κάνεις μπάνιο και μυρίζεις ωραία. Η μυρωδιά του καλοκαιριού, του νησιού, του μέρους, των διακοπών σου. Ετοιμάζεσαι και γίνεσαι όμορφος χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια γιατί το πιο όμορφο είναι το χαμόγελό σου.
Βγαίνεις έξω, πηγαίνεις σε μπαράκια, πίνεις, δεν σε νοιάζει η μουσική γιατί όταν πίνεις δεν σε νοιάζει τίποτα.  Φλερτάρεις, βγάζεις μεθυσμένες φώτο, δοκιμάζεις νέες γεύσεις παγωτών, ποτών, φιλιών, αγάπης.
Περιμένεις το ξημέρωμα για να φύγεις, για να βγάλεις πάλι φώτο μεθυσμένες, περπατάς κάνοντας οχταράκια, μυρίζεις αλκοόλ, καπνό, γελάς με τους φίλους χωρίς κανένα λόγο, φιλιέσαι με πάθος στα σοκάκια, ΖΕΙΣ.
Μακάρι όλος ο χρόνος να ήταν ένα τεράστιο καλοκαίρι.
Φορτώστε στιγμές, το χειμώνα μας χρειάζονται.

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Σε είδα.Τ'αφήσαμε γι'αύριο.

Τικ, τακ. Το ρολόι στον τοίχο κινήθηκε και ήταν σταματημένο για χρόνια. Αυτός ο ήχος έβαλε το μυαλό μου να δουλέψει. Η ώρα ήταν 4 το πρωί.Ο χρόνος τελείωνε. Πνιγόμουν. Έπιασα το κινητό μου, έψαξα το όνομά σου στις επαφές μου, όχι αυτή τη φορά δεν θα το κοιτούσα απλά και δεν θα έκανα τίποτα. Θα σου έστελνα, αλλά ο χρόνος τελείωνε, ο χρόνος μας τελείωνε. Έπρεπε να βρω τις κατάλληλες λέξεις.

-Δε νιώθει όμορφα η βασίλισσα χωρίς βασιλιά.
-Ήπιες πάλι μικρή;
-Όχι, δε χρειάζεται, ήθελα και σου έστειλα. Είσαι καλά; Νιώθω ότι ο χρόνος μας τελειώνει. Ας στείλουμε τα καλύτερα μηνύματα.
-Οι μέρες, οι νύχτες, η ζωή μου είναι αφόρητη χωρίς εσένα, χωρίς τη φωνή σου, το άρωμά σου. Η απόσταση μας χώρισε όχι εμείς. Το νησί είναι άδειο χωρίς τις βόλτες μας και το γέλιο σου. Όταν σε βλέπω όλα κινούνται γρήγορα μα δεν πεθαίνω.
-Θέλω να σε δω, δεν μπορώ άλλο να ξέρω πως υπάρχεις και δε μιλάμε. Λες να γίνει ποτέ; Λες ο χρόνος να μην τελειώνει για τους ανθρώπους; Έλα, στρίψε ένα τσιγάρο να καπνίσουμε μαζί, να μιλήσουμε για όλα, να με πάρεις αγκαλιά και να μου πεις ότι όλα θα πάνε μέλι γάλα.
-Ξέρεις, έχεις εδώ τη μπλούζα σου, ορισμένες φορές νευριάζω, την κλωτσάω, την κάνω μπάλα, την έχω σκίσει λίγο αλλά δεν μπορώ να την πετάξω. Δεν ξέρω αν ο χρόνος τελειώνει, τα συναισθήματα όμως ποτέ. Έστριψα τσιγάρο, μείνε μόνο με την μπλούζα σου και κάνε μου όλες αυτές τις γκριμάτσες που νομίζω μόνο εσύ κάνεις τόσο καλά. Πονάω. Ήρθα σπίτι κι εγώ.
-Κι εγώ έχω το φούτερ σου, είναι το μόνο που πάντα είναι σιδερωμένο και πλυμένο και κρεμασμένο στην ντουλάπα όσα πεταμένα ρούχα κι αν υπάρχουν στο δωμάτιο. Ξέρεις, καμιά φορά ανοίγω την ντουλάπα και το κοιτάω, καμιά φορά του ψιθυρίζω γιατί, το ρωτάω αν προσέχει, αν πίνει. Σκέφτομαι είναι κρίμα που δεν σου στέλνω ενώ γουστάρω και σκέφτομαι είναι κρίμα για μας, γιατί δεν ξέρω πλέον γιατί δεν σου στέλνω. Το έχω χάσει με όλες αυτές τις δικαιολογίες και τον εγωισμό. Ξάπλωσα δίπλα σου.
-Εγώ δε μιλάω, ποτέ δε μιλούσα. Νιώθω. Σκέφτομαι πως είναι κρίμα που δεν σου έδειξα πιο πολλά, που δεν άφησα τον εαυτό μου να σου δώσει πιο πολλά και είναι κρίμα όντως για μας, γιατί ούτε εγώ πλέον ξέρω γιατί δεν το έκανα. Ήθελα να προστατεύσω την καρδιά μου μα τώρα είναι έξω από το σώμα μου. Ακουμπάω με τα δάχτυλά μου το κορμί σου, με καυλώνεις, καυλώνεις το μυαλό μου, το σώμα μου, τα πάντα. Είσαι η μία.
-Νομίζω τίποτα δεν έχει σημασία πια, τίποτα δεν πρόκειται να μας σώσει, μόνο η αγάπη. Αν είσαι εσύ καλά, είμαι κι εγώ καλά. Αλλά το θέμα είναι η θλίψη πού πηγαίνει; Μπες μέσα μου, έλα να κάνουμε έρωτα.
-Είμαστε καλά, είμαστε ένα. Η θλίψη πηγαίνει στο ποτό, πηγαίνει μέσα μας, συσσωρεύεται και βγαίνει σε χαμόγελα. Μπαίνω μωρό μου, σε μυρίζω, σε εξετάζω, είσαι εκεί για μένα, είμαι εδώ για σένα. Ο χρόνος τελείωσε. Καληνύχτα μας μωρό μου, τόσο μαζί και τόσο διαφορετικοί.
-Τώρα αφού τελείωσαν όλα, κάθισε δίπλα μου να πιούμε. Τικ τακ, τικ τακ νομίζω πλέον θα στο πω αγάπη μου, σ'αγαπάω.
-Γεμίζω τα ποτήρια μας, κοιμήσου μικρή, κι εγώ σ'αγαπάω.

Έτσι μ'αυτή την κωλοεφεύρεση που την λένε ρολόι,σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας σαν να είναι βάρος..και μας είναι βάρος,γιατί δεν ζούμε κατάλαβες..μόνο κοιτάμε το ρολόι,να φύγει κι αυτή η ώρα να φύγει κι αυτή η μέρα,να έρθει το αύριο και πάλι φτου κι απ'την αρχή..χωρίσαμε την μέρα σε πτώματα στιγμών,σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας,μέσα στις σπηλιές του είναι μας,στις σπηλιές που γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν αξίες,σαν ανάγκες,σαν ηθική,σαν πολιτισμό...κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών,αφήνουμε τα πιο σημαντικά,τα πιο ουσιαστικά πράγματα..όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα,με τα λουλούδια και τα δέντρα,να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας,να κάνουμε έρωτα,να απολαύσουμε τη φύση,τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος,να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας,να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας..όλα,όλα τα αφήσαμε για αυτό το αύριο που δεν θα έρθει ποτέ..μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα όπως πόσο τον αγαπούσαμε,πόσο σημαντικός ήταν για μας όμως τ'αφήσαμε για αύριο.



Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Το καλοκαίρι και πάλι θα ρθει.

Καθόμουν σε μια καρέκλα στο κατάστρωμα κι έβλεπα τον ήλιο να δύει. Από τα ακουστικά που είχα στα αυτιά μου ερχόταν ο ήχος του i have nothing.
Άφηνα πολύ ώρα τον αέρα να τρυπάει τα ρούχα μου και δεν σκεπαζόμουν γιατί ήθελα να νιώσω ευάλωτη. Ήθελα να νιώσω το ταξίδι, την αλμύρα, το να κολλάει το δέρμα μου, ακόμη και τη βρωμιά.
Πόσο μου αρέσει το καλοκαίρι. Δεν μισώ τόσο τους ανθρώπους όταν είμαι στη θάλασσα λες και τα κύματα που έρχονται και φεύγουν παίρνουν λίγο τ'άσχημα και φέρνουν λίγη μεγαλοκαρδία.
Καθόμουν λοιπόν κι έστριβα ακόμη ένα τσιγάρο, κοίταξα το ρολόι πιο πολύ από συνήθεια, δεν μ'ένοιαζε που ήμουν μόνη μου ούτε που είχα μπροστά μου άλλες 8 ώρες για να φτάσω στο νησί.
Εκεί στην Αστυπαλιά, με περίμενε η γιαγιά μου όπως κάθε χρόνο, αλλά που πάντα έβρισκα μια δικαιολογία για να το αποφύγω.
Ίσως μου ήταν δύσκολο τελικά να αποδεχτώ πως εκτός από το παιδί μέσα μου, κρύβω κι έναν ενήλικα. Παλιά σκεφτόμουν αν θα έχει κόσμο το νησί, ποτό και μουσική για να απολαύσει ένα κακόγουστο τέρας που βρίσκεται μέσα σου και ποτέ δεν ξέρεις πώς εμφανίζεται και τραγουδάει όλα τα σκυλάδικα. Τώρα πλέον, όλα είναι αλλιώς. Μεγάλωσα, ποιος ξέρει, ωρίμασα, επίσης, το μόνο σίγουρο είναι ότι μέσα μου το ήθελα. Ήθελα να μείνω μόνη.
Παρατηρούσα τον κόσμο και το μάτι μου στάθηκε σε μια παρέα από αγόρια. Όχι, δεν ήταν ιδιαίτερα ωραίοι, αλλά τα μάτια τους γυάλιζαν από ευτυχία. Είχαν πιάσει ένα παγκάκι και μιλούσαν, γελούσαν, φώναζαν, κορόιδευαν, μοιράζοντας τις ζωές τους χωρίς να το σκεφτούν. Γιατί δεν είμαι έτσι κι εγώ;
Καθώς τους παρατηρούσα έναν έναν, η ματιά μου έπεσε στον τελευταίο. Δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο απλά μου φαινόταν πως παρόλο που γελούσε σα μικρό παιδί, είχε περάσει πολλά. Τα μάτια του ήταν καστανά, αλλά ένα διαφορετικό καστανό ή δεν ξέρω τελοσπάντων. Γύρισα το βλέμα μου αλλού αλλά ένιωσα ένα χτύπημα στην πλάτη, σήκωσα τα μάτια μου και καθόταν ακριβώς από πάνω μου.
-Έχεις φωτιά μήπως;
Άσκοπη ερώτηση.
-Όχι, ανάβω με πέτρες. Έλα πάρε.
Γέλασε.
-Μόνη σου είσαι;
-Ωραίες ερωτήσεις. Ναι.
Ξανα γέλασε.
-Πού πηγαίνεις;
-Αστυπάλαια, εσύ;
-Κάτσε, φωτιά σου ζήτησα, όχι να γνωριστούμε. Μου έκλεισε το μάτι κι έφυγε. Γέλασα. Ενδιαφέρον.
Από τα ακουστικά τώρα άκουγα ο φορτίνο σαμάνο και είχα όρεξη να χορέψω ταγκό, κι ας μην ήξερα, δεν με νοιαζε και πολύ. Ήθελα να πιω, ώστε το ποτό να με κάνει λίγο πιο ελεύθερη και να οδηγήσει αυτό το κορμί μου ή και το μυαλό μου. Πάλι τον κοίταξα και το βλέμα μας διασταυρώθηκε. Μου χαμογέλασε κι εγώ στράβωσα κάπως το στόμα λες και ήμουν η Τζοκόντα. Και όμως, ήταν σαν να τον ήξερα χρόνια.
Οι ώρες πέρασαν, το πλοίο άραξε στο λιμάνι, κατεβήκαμε όλοι και παρόλη την κούραση ημασταν χαρούμενοι. Κατά το πρωί έφτασα στο σπιτάκι, στο λιμάνι του Πέρα Γυαλού κι όλα μου φαίνονταν τόσο οικεία κι ας είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που είχα κοτσιδάκια κι έτρεχα στην αυλή.
Στο πίσω μέρος της αυλής διέκρινα τη μορφή της γιαγιάς ντυμένη στα μαύρα να περιμένει, δεν θυμόμουν καλά τη μορφή της μα μόλις την είδα κατάλαβα πως αυτός ο άνθρωπος ξεχειλίζει από αγάπη.
-Καλώς ήρθες κόρη μου, έλα μπες μέσα. Με αγκάλιασε σφιχτά σαν να μην ήθελε ποτέ να φύγω από εκεί.
Δεν είχα λόγια να της πω για την απουσία μου τόσα χρόνια, όχι γιατί δεν θα καταλάβαινε, τα είχε τετρακόσια, απλά γιατί φοβόμουν μήπως χρησιμοποιήσω τις λάθος λέξεις και χαθεί όλο το νόημα. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια μου. Ήμουν ξανά ζωντανή.

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

γιατί;

Στεναχωριέμαι.
Και δεν είναι στ' αλήθεια που δεν είμαστε μαζί ή που μιλάμε σπάνια πια.
Δεν είναι γιατί πλέον δεν μπορώ να σε αγγίξω, δεν μπορώ να νιώσω να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά.
Δεν είναι γιατί πλέον δεν πηγαίνουμε βόλτες με το μηχανάκι, να κάνεις σαν μικρό παιδί, να κάνεις πράγματα που μ'εκνευρίζουν επειδή το ξέρεις και επειδή σ'αρέσει να με βλέπεις εκνευρισμένη.
Δεν είναι γιατί δεν ξέρω τι σκέφτεσαι για το κάθε τι γύρω.
Δεν είναι γιατί δεν ακούω να μου λες αστεία, να προσπαθείς να κάνεις το κάθε τι σκληρό μαλακό μόνο για μένα.
Είναι γιατί βλέπω πως έχεις αλλάξει.
Δεν είσαι αυτός που ερωτεύτηκα.
Δεν είσαι αυτός που δεν νοιαζόταν να δειχθεί σε ηλίθιες γκόμενες μόνο και μόνο για να αρέσει.
Δεν είσαι αυτός που δεν σχολίαζε παντού για να δείξει την παρουσία του.
Δεν είσαι αυτός που δεν νοιαζόταν να φανεί έξυπνος σ'ένα σωρό αγνώστους ώστε να είναι επιθυμητός.
Δεν είσαι αυτός που γνώρισα και στ' αλήθεια στενοχωριέμαι.
Σε θέλω καλά, σε θέλω αληθινό, σε θέλω όπως παλιά.
Δεν έχει σημασία αν είσαι δικός μου, αρκεί να είσαι εσύ.

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Creep.

Γυρίζω στο σπίτι μεθυσμένη, κοιτάζω τους τοίχους, ψάχνω συνθήματα αγάπης.
Τα έχω ανάγκη αυτό το βράδυ, έχω ανάγκη να δω ότι και κάποιος άλλος αγαπάει εκεί έξω.
Στέκομαι σ'έναν τοίχο, νιώθω τα πόδια μου να μη με βαστάνε, το κεφάλι μου να γυρίζει.
Γονατίζω και βάζω το κεφάλι μου ανάμεσα στα γόνατά μου.
Νιώθω τον αέρα της μεγάλης πόλης, σηκώνω το κεφάλι μου. Θα γίνω καλά, θα πάω σπίτι σήμερα.
Άνθρωποι περνάνε και οι μορφές τους μου φέρνουν στο μυαλό εσένα.
Παρατηρώ γύρω μου και καταλαβαίνω ότι είμαι κοντά.
Θυμάσαι παλιά όταν γυρνούσαμε σπίτι; Σκεφτόμασταν πόσο δίπλα μένουμε και πώς η ζωή το ήθελε αυτό. Τώρα που το θυμήθηκα, μου ακούστηκε τόσο ηλίθιο, τόσο γελοίο.
Μου λείπεις και τα δάκρυα αρχίζουν να πέφτουν απ'τα μάτια μου στα μάγουλά μου.
Θυμάμαι πως πάντα μιλούσες για τα μάγουλά μου, πως πάντα σου άρεσε να τα τσιμπάς.
Ένα ζευγάρι με προσπερνάει και γυρνάει να κοιτάξει αν είμαι καλά.
Ωχ Θεέ, πραγματικά πρέπει να μοιάζω με καημένο.
Σηκώνομαι κι αρχίζω να περπατάω, πρέπει να γίνω πιο δυνατή, τώρα θα περάσω κάτω απ΄το σπίτι σου. Είναι και ο μόνος δρόμος γαμώτο για να φτάσω στο δικό μου.
Θυμάσαι παλιά που νιώθαμε σαν να μην είχαμε δύο σπίτια; Που κάναμε πλάκες και γελούσαμε λέγοντας πού θα μείνουμε το βράδυ στο κανονικό ή στο εξωχικό;
Τι τα θυμάμαι όλα αυτά άραγε; Λες και κάτι θ'αλλάξει.
Είμαστε στ'αλήθεια τόσο κοντά, αλλά τόσο μακριά. Και να φανταστείς ότι όταν ήρθα στην Αθήνα, στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχα έρθει και για σένα, για να έρθω πιο κοντά, για να δώσω στα αισθήματά μου μια ευκαιρία. Δεν στο είχα πει ποτέ, αλλά δεν σου είχα πει κι άλλα πράγματα.
Περνάω κάτω από το σπίτι σου τώρα και αυτόματα επιταχύνω το βήμα, δεν κοιτάζω ποτέ πάνω, έτσι κι αλλιώς δεν είσαι ποτέ εκεί.
Γνωστοί μου είπαν ότι ερωτεύτηκες άλλη και ότι περνάς χρόνο μαζί της, όπως τότε μαζί μου, πως μένεις στο σπίτι της τα βράδια γιατί αυτή πρέπει να ξυπνάει νωρίς.
Καθώς στρίβω στη γωνία, μόνο τότε γυρίζω και κοιτάζω στο μπαλκόνι σου. Το φως είναι κλειστό. Δάκρυα έρχονται ξανά στα μάτια μου, ξεφυσάω και προχωράω.
Μέσα στις σκέψεις μου πέφτω σε κάποιον και δεν του ζητάω καν συγνώμη. Το λιγότερο που με νοιάζει είναι να φανώ ευγενική.
-Νεφέλη;
Κοκαλώνω, καταλαβαίνω πως είναι η φωνή σου, αλλά δεν τολμώ να γυρίσω, είμαι στα χάλια μου.
Συνεχίζω να προχωράω ωσπου νιώθω ξανά το χέρι σου στον αγκώνα μου.
-Νεφέλη;
Γαμώτο, τώρα πρέπει να γυρίσω.
-Σταύρο; Θεέ, με τρόμαξες.
-Ναι καλά, σχεδόν με αγνόησες. Τι κάνεις εδώ;
-Εμ, πάω σπίτι ίσως;
-Κλαις;
-Όχι.
-Ψέματα λες;
-Τι θες ρε Σταύρο;
-Γιατί κλαις;
-Κάτι έγινε.
-Όπως;
-Έμαθα κάτι.
-Θα μου λες ψέματα για πολύ ακόμη;
-Ωραία, τι θες ν'ακούσεις;
-Γιατί κλαις;
-Γιατί περνάω κάτω από το σπίτι σου.
-Και γιατί κλαις;
-Γιατί θυμάμαι.
-Μικρή, οι ζωές προχωράνε.
-Το ξέρω, καλή αρχή
-Δεν είναι εύκολο ε;
-Το να σε βλέπω να προχωράς; Με δουλεύεις;
-Να προχωράς εννοώ.
-Γουατέβερ, πρέπει να φύγω. έχω πιει.
-Θες να σε πάω σπίτι;
-Σταύρο, μένω μόνο δυο πολυκατοικίες παρακάτω.
-Σκέφτηκα ίσως ήθελες λίγο χρόνο μαζί μου.
-Εγώ ή εσύ;
-Έχει σημασία;
-Για μένα ή για σένα;
Γελάμε. Σε βλέπω πια ξεκάθαρα, δεν είσαι φάντασμα όπως τις άλλες μέρες που σε φανταζόμουν. Είσαι αληθινός, είσαι δίπλα μου.
-Καληνύχτα Σταύρο, καλά να περνάς.
-Καληνύχτα ρε Νεφέλη.
Προχωράω, δεν κοιτάζω πίσω. Δεν νιώθω ούτε καν την ανάσα μου, τα χέρια μου τρέμουν. Ανοίγω την πόρτα της πολυκατοικίας και κάθομαι στα σκαλιά. Προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι έγινε μόλις.
Σβήνει το φως και μένω μόνη στο σκοτάδι. Πρέπει να καπνίσω. Στρίβω τσιγάρο και το ανάβω, κάνω μια τζούρα. Πλέον νιώθω ήρεμη. Το περίμενα διαφορετικό, αλλά ήταν ωραίο. Ξαφνικά βλέπω μια μορφή έξω από την πολυκατοικία, κάτι μουρμουρίζει κάτι κοπανάει, προσπαθεί να χτυπήσει ένα κουδούνι αλλά δεν το κάνει.
Προχωράω αθόρυβα προς την πόρτα, ήταν αυτός. Κάθεται απλά όρθιος και κοιτάζει τον ουρανό.
Προσπαθώ να σκεφτώ με τη λογική, αλλά αυτή τη στιγμή όλο αυτό το βρίσκω παράλογο. Ανοίγω την πόρτα.
-Ψάχνετε κάτι;
Γελάει.
-Εσένα.
-Ωραία λοιπόν, τι με θες;
-Δεν είμαι σίγουρος.
-Χμμ, αυτό το κατάλαβα με το να πατήσω- να μην πατήσω το κουδούνι.
-Τι; με παρακολουθείς τώρα;
-Μην κολακεύεσαι, απλά καθόμουν στα σκαλάκια.
-Νεφέλη, ήταν έντονο αυτό, δεν ήταν;
-Πάντα έτσι θα ναι Σταύρο νομίζω με μας τους δυο. Δεν είναι κι εύκολο ε; Ζήσαμε έναν έρωτα.
-Νεφέλη, θέλω να σου πω κάποια πράγματα.
-Πάμε πάνω.
-Προτιμώ τα σκαλάκια.
Μπαίνουμε μέσα και καθόμαστε στο σκοτάδι πλέον.
-Ακούω.
-Ξέρω ότι είμαι δύσκολος άνθρωπος, ξέρω ότι δεν σου ήταν εύκολο να με αγαπήσεις, ξέρω ότι είμαι κλειστός. Αλλά θέλω να σου πω ότι τα κατάφερες. Έσπασες κάθε άμυνά μου, νιώθω ευάλωτος πλέον, δεν μπορώ να σου κρυφτώ άλλο. Προσπάθησα να προχωρήσω Νεφέλη, αλήθεια, αλλά νομίζω δεν γίνεται. Είμαι σε ηλικία πλέον που καταλαβαίνω πότε είναι έρωτας, πότε γαμήσι και πότε αγάπη. Δεν μπορώ να περιμένω να το ζήσω αυτό ξανά με άλλη και να σου πω την αλήθεια δεν θέλω να το ζήσω με άλλη. Θέλω να σου πω λοιπόν ότι σ αγαπάω, νομίζω ναι, σ'αγαπάω.
-Δεν μπορώ να είμαι με έναν άνθρωπο που να μην μπορώ να δεθώ συναισθηματικά, που να μην ξέρω αν μπορώ να στηριχτώ πάνω του ή όχι. Κάθε μέρα στο νοσοκομείο άνθρωποι που βλέπω καθημερινά μπορεί να πεθαίνουν Σταύρο,  μπορεί να φεύγουν και αυτή η αβεβαιότητα ήδη με σκοτώνει. Έρχονται παιδάκια κάθε μέρα και δεν πρέπει να δεθώ συναισθηματικά μαζί τους γιατί ίσως συμβεί το χειρότερο. Δεν μπορώ να ζω το ίδιο και στο σπίτι όταν γυρίζω από μια τέτοια μέρα.
-Έχεις δίκιο Νεφέλη, συγνώμη για όλα.
-Μη ζητάς συγνώμη, έτσι είναι ο χαρακτήρας σου, γι αυτό σ'αγαπάω. Απλά ίσως να μην το χουμε μαζί.
-Μα είμαι φρικτός στο να μη σ'αγαπάω, πίνω, γίνομαι οξύθυμος και καταλήγω μόνος.
-Είσαι δυνατός, θα βρεις μια λύση.
Σηκώνεσαι, με κοιτάς, μου χαμογελάς. Δεν λες τίποτα και απλά φεύγεις.
Πλέον είμαι κομμάτια, σκέφτομαι πολλά πράγματα αλλά κυρίως το ότι σε άφησα να φύγεις.
Πρέπει να σκεφτώ τι θα κάνω, πρέπει να βάλω τη ζωή μου σε μια τάξη.
Ανεβαίνω στο σπίτι και ξεντύνομαι.
Ακούω το κινητό μου να χτυπάει και βλέπω τον αριθμό του.
-Τι έγινε πάλι;
-Άνοιξέ μου γαμώτο να πούμε ένα αντίο της προκοπής.
Ακούω την πόρτα να χτυπάει και ανοίγω.
Είμαι ήδη με τα εσώρουχα και τρέχω στην αγκαλιά σου. Σε φιλάω και ανταποκρίνεσαι. Με σηκώνεις πάνω και με πηγαίνεις στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί, όλα τελειώνουν.
Ξυπνάω το πρωί και κοιτάζω δίπλα μου, δεν είσαι εκεί, κι όμως μυρίζω το άρωμά σου.
Νομίζω είναι όνειρο, αλλά πηγαίνω στη κουζίνα και σε βλέπω να φτιάχνεις καφέ.
-Αυτός ήταν χωρισμός ε;
Γελάς και με πλησιάζεις.
-Είμαστε χάλια στο να μην αγαπάμε ο ένας τον άλλον, εγώ στο πα.
Γελάω κι εγώ. Τώρα ξέρω. Είμαστε όντως χάλια.

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Στροβιλίζομαι.

Γυρνάω μεθυσμένη.
Καπνίζω πολύ.
Σε σκέφτομαι πολύ.
Μου κάνεις κακό.
Δεν με νοιάζει.
Δεν καταλαβαίνει κανείς πως αγαπάω.
Αδιαφορώ.
Είμαι αντικοινωνική.
Αγαπάω με όλη μου την καρδιά.
Σε βλέπω παντού.
Έχω αναμνήσεις περίπου 10 gigabytes.
Σπάω κάρτες μνήμης.
Ουρλιάζω με αγανάκτηση.
Είμαι ήρεμη.
Χαμογελάω.
Ζω.
Περιμένω.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Μικρά Μαύρα Υποβρύχια (Little Black Submarines)

Ανοίγω την πόρτα προσπαθώντας να ξεφύγω από τα φώτα και τους ήχους της πόλης.
Στην προσπάθεια μου η πόρτα τρίζει, σηκώνεται λίγο σκόνη αλλά τελικά ανοίγει.
Ένα σύννεφο από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, τσιγάρων, χόρτου, ιδρώτα και βρωμερών ανασών με περιτριγυρίζει.
Χαμογελάω γιατί νιώθω ότι είμαι σπίτι μου, στο μαγαζί που πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια.
Όλα μοιάζουν ίδια, αλλά είναι τόσο διαφορετικά.
Βλέπω άγνωστα κορμιά να λικνίζονται και μπορώ να δω την επιθυμία τους να αγγιχτούν, να κάνουν έρωτα, ν'αγαπήσουν.
Γελάω πιο δυνατά και προσπαθώ να βρω τους φίλους μου.
Ξαφνικά, μέσα στο χαμό, μυρίζω ένα άρωμα. Το αίμα μου παγώνει ξαφνικά, σαν το δωμάτιο να μεταφέρθηκε σε μια παγωμένη λίμνη της Νορβηγίας.
Γυρίζω προς το μέρος που το μύρισα και μένω να παρατηρώ από κάτω προς τα πάνω.
Ηταν σίγουρα αυτή.
Χριστέ μου, τι ήθελε εδώ; Μακάρι να μην με δει, μακάρι.
Στην προσπάθειά μου να βρω γρήγορα τα παιδιά , πάτησα στο βρεγμένο πάτωμα, παραπάτησα και έπεσα προς τα δεξιά, ακριβώς ένα μέτρο δίπλα της.
-Στέφανε; Χριστέ μου, είσαι όντως εσύ;
-Νεφέλη; Δεν το πιστεύω, σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Και ήταν όντως έτσι. Το χαμόγελό της ήταν ακόμη τόσο λευκό, τα μάτια της τόσο λαμπερά κι ας ήμαστε πλέον 28 χρονών. Έμεινα να την κοιτάζω, όπως πάντα, χωρίς να έχω ιδέα τι στον πούτσο να της πω. Πάλι ήταν η ίδια επιθυμία να την εντυπωσιάσω, αλλά είχα κουραστεί να προσπαθώ να βρω τα σωστά λόγια για να μου χαρίσει απλά ένα χαμόγελο ή απλά για να την κάνω να διαφωνήσει μαζί μου ώστε να πιάσουμε τη συζήτηση για ώρες.
-Με το Γιώργο όλα καλά; Μια τεράστια μούτζα προσγειωνόταν από όλο το σύμπαν στο πρόσωπό μου, ΜΑ ΤΙ ΕΙΠΑ Ο ΜΑΛΑΚΑΣ;
-Όχι ιδιαίτερα, είμαι μόνη μου, εσύ; Ακόμη ερωτευμένος μ'εκείνη που δεν τόλμησες να της το πεις ποτέ;
-Μπα, δεν νομίζω, δεν ξέρω. Βασικά να σου πω την αλήθεια, δεν τη βλέπω πια πολύ συχνά.
-Μα τι ηλίθιος είσαι
-Παρακαλώ;
-Λέω είσαι ηλίθιος
-Ναι, το κατάλαβα, αλλά γιατί είμαι ηλίθιος;
-Γιατί φοβάσαι ν'αγαπήσεις.
-Κι εσύ δε φοβάσαι να πληγωθείς;
-Όχι, μα θα ταν τόσο χαζό να το φοβόμουν αυτό γιατί θα μουν ένα άψυχο αντικείμενο.
Η μουσική τότε δυνάμωσε, πήγα να της απαντήσω αλλά ούτε εγώ δεν μπορούσα να ακούσω τη φωνή μου. Μετά από τρεις προσπάθειες, τα παράτησα και απλά τη χτύπησα φιλικά στον ώμο και της έκανα ένα νεύμα που μάλλον σήμαινε Θα τα πούμε γι αυτή, αλλά για μένα σήμαινε πιο πολύ κάτι σαν Είσαι ο έρωτας της ζωής μου.
Πλησίασα τα παιδιά κι αμέσως παρήγγειλα. Δε θυμάμαι ακριβώς σε ποιο ποτό ήμουν όταν άκουσα τους Black Keys να τραγουδάνε Too afraid to love you. Ίσως είχε δίκιο για μένα, ίσως φοβόμουν. Δεν ήμουν σίγουρος για τίποτα παρά μόνο ότι την ήθελα δικιά μου και ότι ήμουν απόλυτα μεθυσμένος.
Πήγα στο μπαρ και πλήρωσα, χαιρετισα τα παιδιά και μπήρα το μπουφάν μου. Την είδα να χορεύει το τραγούδι, έπρεπε να το κάνω, έπρεπε για μένα, γι αυτή, για ένα γαμημένο καλύτερο μέλλον.
-Νεφέλη, ίσως είχες δίκιο.
-Για ποιο Στέφανε;
-Που δεν της είπα ποτέ πόσο τη γούσταρα και πόσο κάθε μέρα ήθελα να ξυπνάω δίπλα της, πόσο ήθελα να της δίνω να φοράει το φούτερ μου τις μέρες που βρέχει, πόσο ήθελα να τη φιλάω μέχρι να μουδιάσουν τα χείλη μου, πόσο πολύ ήθελα να την αγαπήσω.
Την είδα να δακρύζει.
-Πήγαινε σε αυτή τότε Στέφανε, πες της τα όλα αυτά.
-Νεφέλη, μόλις της τα είπα.

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Η ζωή στα 23- Ο χαμένος τα παίρνει όλα;

Είχα ήδη μια βδομάδα στην Αθήνα, είχα βρει το σπίτι κι είχα εγκατασταθεί σχετικά με ευκολία.
Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να μάθω να προσαρμόζομαι. Μου φαινόταν αρκετά δύσκολο να συνηθίσω από τους απόλυτα χαλλλλαρούς ρυθμούς της Θεσσαλονίκης στο συνεχές τρέξιμο της Αθήνας. Η γραφειοκρατία βέβαια είχε κάνει τη δουλειά της και μ'εμπόδιζε να ξεκινήσω άμεσα την πρακτική μου. Η Σοφία κι αυτή είχε βρει σπίτι δύο τετράγωνα πιο κάτω, οπότε ήμασταν σχεδόν γειτόνισσες, το οποίο το έκανε γενικά πιο εύκολο όλο αυτό. Συνηθίζαμε όταν δεν βγαίναμε να βλέπαμε διάφορες ταινίες και να ονειρευόμαστε ότι κι εμείς κάποτε θα ζούσαμε αυτή την ιδανική αγάπη. Συγκεκριμένα μια Τρίτη βράδυ βλέπαμε για δέκατη φορά το Υ.Γ Σ'ΑΓΑΠΩ και είχαμε εφοδιαστεί κατάλληλα με σοκολάτες και χαρτομάντηλα, δηλαδή τον κατάλληλο εξοπλισμό μιας πληγωμένης γεροντοκόρης. Έπειτα, καθόμασταν συζητούσαμε με τις ώρες και τα χαράματα πήγε σπίτι της.
Τότε, κάθισα και σκέφτηκα πόσο αφελείς είμαστε οι άνθρωποι και ειδικότερα εμείς οι γυναίκες που ονειρευόμασταν αυτά τα πράγματα. Μα το αξίζουμε, είμαι σίγουρη, αλλά φταίνε άλλα. Τότε απλά σκέφτηκα ότι ποτέ κανείς δεν έχει κάνει μια ταινία να δείχνει το τι απέγινε ο πληγωμένος της ιστορίας. Αρκούνται στο να μας δείχνουν τις ευτυχισμένες, γεμάτες έρωτα στιγμές της ταινίας ενώ ο προδωμένος, χωρισμένος, πρώην whatever, φεύγει από την ταινία σαν να μην υπήρχε εκεί ποτέ.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως αυτό είναι μια προπαγάνδα των αιώνια ερωτευμένων ανθρώπων, ίσως και να είναι έτσι. Έτσι κι αλλιώς, όλοι τα εύκολα θέλουμε, όχι κάτι να μας προβληματίσει. Αλλά πώς είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να φεύγει απ΄την ταινία και κανείς μετά να μην το θυμάται, να είναι τόσο αδιάφορος ενώ ουσιαστικά κάποτε αποτελούσε ένα κομμάτι της πρωταγωνίστριας. Πολλές φορές τον αντιπαθούμε ή και τον λυπόμαστε. Αλλά γιατί ποτέ δεν μπαίνουμε στη θέση του; Αν έπαιζα σε κάποια ταινία σίγουρα θα ήμουν αυτός ο άνθρωπος, ο αόρατος. Δεν έχω νιώσει ποτέ τον απόλυτο έρωτα, αλλά θυμάμαι μια φορά είχα ερωτευτεί, είχα σχέση, είχα πονέσει κι όμως. Δε θα θελα ποτέ να νιώθουν οίκτο για μένα, αλλά πολλές φορές όταν στην ταινία ο χωρισμένος φύγει πιάνω τον εαυτό μου να λέω Α, τον καημενούλη. Αλλά για ποιο λόγο;
Αν γυρνούσαν μια ταινία τέτοια πιθανώς θα ήταν μια ταινία βασισμένη στο αλκοόλ, στο κλάμα, στην απόγνωση, στην αϋπνία. Αλλά τι; δεν θα είχε πωλήσεις; Δε θα ονειρευόμασταν; Ναι, μπορεί, αλλά θα τη ζούσαμε, θα μας κλόνιζε, θα λέγαμε Α, αυτό το έκανα κι εγώ.
Άρχισα να προβληματίζομαι κι αν όντως είναι έτσι; Κι αν αυτό έχει μπει τόσο μέσα στο μυαλό μου; Μόνο οι ευχάριστες στιγμές και όχι οι δυσάρεστες;
Κοίταξα το ρολόι μου κι είχε πάει σχεδόν 8 κι εγώ παρέμενα αύπνη και προβληματισμένη. Ο μόνος άνθρωπος που απωθούσα τόσο καιρό από τη μνήμη μου και το μυαλό μου ξαφνικά εμφανίστηκε. Ο Μάρκος. Ξαφνικά, σαν να είχα πέσει σε όνειρο σκέφτηκα μια ταινία στην οποία εγώ ετοιμαζόμουν να παντρευτώ το Μάρκο, αλλά γνωρίζει κάποια άλλη την ερωτεύεται και αποφασίζει εμένα στις τελευταίες σκηνές της ταινίας να με χωρίσει. Και τότε είδα το κοινό στο σινεμά, όλοι χάρηκαν που ο Μάρκος κατάφερε να βρει τον έρωτα της ζωής του, την άλλη κοπέλα δηλαδή, και για μένα καμία ή ελάχιστες σκέψεις. Ήμουν το εμπόδιο του Μάρκου, εγώ που θα έκανα τα πάντα γι αυτόν. Ήθελαν όλοι τόσο πολύ να φύγω απ΄την ταινία και κανα δυο ψιθύρισαν "θα βρει κι αυτή τον κατάλληλο". Τραγικό ε; Αυτοί είμαστε.

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Η ζωή στα 23- Αθήνα είσαι καμίνι.

Και να μαι εδώ, σαν την άδικη κατάρα καλοκαίρι να ψάχνω σπίτι στην Αθήνα.
Μια φορά είχα πει σ'έναν φίλο τι γνώμη έχει για τη κόλαση και μου είπε bitch please, έχεις ζήσει την Αθήνα τον Αύγουστο;
Μάλλον τώρα κάτι κατάλαβα.
Στα 23 μου λοιπόν και πιο γεροντοκόρη από ποτέ πρέπει να κάνω την πρακτική μου και κάποιο μεταπτυχιακό αν καταφέρω προφανώς να συνέλθω από τα ξενύχτια.
Γυρνάω στο Τίνα, το κανονικό μου είναι Σταματία, κάτι που δε θα μπορέσω ποτέ να καταλάβω. Γενικά, θεωρώ πως οι γονείς μου ήθελαν να μείνω για πάντα ανύπαντρη και κάπως έτσι αποφάσισαν να με βγάλουν με αυτό το όνομα.
Τι έλεγα λοιπόν; Α ναι, 23 χρονών και χωρίς γκόμενο, περίεργος άνθρωπος και μοναχικός.
Όχι μόνη μου, απλά μοναχική. Έννοιες που συχνά συγχέονται.
Μεγάλωσα απότομα στην ηλικία των 15, όταν η μητέρα μου διαγνώσθηκε με καρκίνο.
Δε θυμάμαι και πολλά από εκείνη την περίοδο, γιατί ίσως ουσιαστικά δε ζούσα, μόνο ένιωθα.
Οι φίλες μου τότε, δε με βοήθησαν. Έπρεπε να το ξεπεράσω με τη βοήθεια του αδερφού μου και του πατέρα μου, ο οποίος όλη τη μέρα δούλευε.
Αλλά το βασικό ήταν ότι έπρεπε να το ξεπεράσω όλο αυτό μόνη μου. Βέβαια χρειαζόμουν βοήθεια, αλλά ήμουν εγωίστρια, έτσι κι αλλιώς το αντίκτυπο που θα μου άφηνε θα ήταν πολύ μεγάλο.
Έπρεπε να τα καταφέρω μόνη μου. Να αλλάξω μόνη μου.
Αποστασιοποιήθηκα από όλους και από όλα. Ήμουν δίπλα τους, αλλά δεν ένιωθα τίποτα γι αυτούς.
Ήμουν θυμωμένη με όλους που δεν μου έδιναν καμία σημασία, δεν έδειχναν να νοιάζονται και πολύ για το πρόβλημά μου.
Πολύ αργότερα βέβαια συνειδητοποίησα πως μερικές καταστάσεις δεν μπορούμε να τις καταλάβουμε σε ορισμένες ηλικίες.
Είχα θυμό μέσα μου και κάπου εκεί νομίζω έχασα την ικανότητά μου να νιώθω, να αισθάνομαι, να συμπονώ ν'αγαπώ.
Ο καθένας έχει τα προβλήματά του, τα οποία αυτός ο ίδιος τα ορίζει και δίνει αυτή τη σημασία.
Ο καρκίνος ήταν δύσκολο πράγμα, πολύ μεγαλύτερο πράγμα από το να σκάω για ένα γκόμενο. Αλλά δεν κατηγορώ τις φίλες μου, γι αυτές το αν θα τις κοιτάξει ο Κωστάκης τότε,ήταν το μόνο τους πρόβλημα.
Και τότε όλα άλλαξαν, ξαφνικά χωρίς να το θέλω ωρίμασα. Θεωρούσα πολλές συμπεριφορές απαράδεκτες, όπως το να κάθομαι σ'ένα μπαράκι και να περιμένω να με κοιτάξει ο άλλος. Δε χρειαζόμουν κανέναν. Καθόμουν όμως, γιατί δε ξέρω γιατί. Ίσως γιατί μέσα σε αυτή την απότομη αλλαγή ήθελα να πείσω τον εαυτό μου ότι παρέμενα ακόμα ένα παιδί, μια έφηβη. Ίσως γιατί, αν και μοναχική ποτέ δεν ήθελα να νιώσω παντελώς μόνη. Άκουγα τα προβλήματα όλων, έδινα συμβουλές, ανοιγόμουν, αλλά ως εκεί. Έπαιζα απλά ένα πολύ καλό θέατρο. Ακόμη και τώρα παρ όλα τα ανούσια σ'αγαπώ που ψιθύριζα ή που φώναζα, για λίγους ανθρώπους νοιάζομαι, για λίγους ανθρώπους το εννοώ.
Το χειρότερο είναι αυτό νομίζω για ένα κορίτσι. Είμαι ανίκανη να νιώσω αγάπη ή αν νιώσω δεν είμαι ποτέ σίγουρη αν όντως είναι αγάπη. Θαυμάζω την αγάπη, θαυμάζω την ικανότητα των ανθρώπων ν'αγαπούν, να ζουν ο ένας για τον άλλον, να αφήνουν τον εαυτό τους να ετεροκαθορίζεται. Απλά, δεν είναι για μένα.
Από τους λίγους ανθρώπους που αγαπώ είναι η κολλητή μου η Σοφία. Τόσο διαφορετικές και όμως τόσο ίδιες. Κυκλοθυμική όσο δεν πάει, αλλά χωρίς αυτή η ζωή μου δεν θα είχε νόημα. Επιλέγεις τους ανθρώπους που θέλεις να μοιράζεσαι τις στιγμές σου και επιλέγεις να πολεμήσεις γι αυτούς. Μέσα από τις τόσες λάθος επιλογές μου, ίσως έκανα την καλύτερη, γνώρισα τη Σοφία και την άφησα να με αγαπήσει και να την αγαπήσω. Μάλιστα, τώρα την κοιτάζω, κάθεται απέναντι μου στην καφετέρια και με κοιτάει με περίεργο ύφος, τύπου τι μαλακίες γράφει πάλι ενώ πρέπει να βρούμε σπίτι, αλλά δεν με νοιάζει. Είμαι αποφασισμένη να γράψω γι αυτή τη μίζερη ζωή μου.
Κοιτάζω τους δρόμους της Αθήνας και ω Θεέ μου φαίνονται τόσο άδειοι, όχι ότι δεν είναι αλλά το άλλο το άδειος, το χωρίς να είναι κάτι επωφελές. Θα μου λείψει η Θεσσαλονίκη πολύ, η πόλη που σπούδασα, που πέρασα την καλύτερη περίοδο της ζωής μου, τα φοιτητικά μου χρόνια.
Ξαφνικά, πρέπει να δουλέψω, να βγάλω χρήματα.
Ω Θεέ, είμαι πολύ όμορφη για όλα αυτά.
Πρέπει να φύγω τώρα, θα γράψω όταν βρω ένα σανίδι να ακουμπήσω τον κώλο μου, ένα σανίδι που να περικλείεται και από κάποιος τοίχους.


Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Sometimes.

Όταν περνάς καλά
Όταν αγαπάς αληθινά
Όταν σ'αγαπούν γι αυτό που είσαι
Όταν γελάς με τη ψυχή σου
Όταν βλέπεις ταινίες που λατρεύεις
Όταν ακούς τραγούδια που σε κάνουν να ονειρεύεσαι
Όταν κάνεις πλάκα στους κολλητούς σου
Όταν δέχεσαι την πλάκα από αυτούς
Όταν οι γονείς σου είναι πάντα εκεί
Όταν τα αδέρφια σου σε καταλαβαίνουν περισσότερο απ τον καθένα
Όταν ταξιδεύεις
Όταν αφήνεις τον αέρα να σε χτυπήσει καθώς βγάζεις το κεφάλι έξω απ'το παράθυρο
Όταν πας διακοπές με φίλους
Όταν πας διακοπές με τον έρωτά σου
Όταν δέχεσαι το πρώτο σου φιλί
Όταν κάνεις για πρώτη φορά έρωτα
Όταν κάνεις παθιασμένο σεξ
Όταν ερωτεύεσαι για πρώτη φορά
Όταν χωρίζεις
Όταν φεύγεις από κάτι που δεν θες
Όταν αφήνεις πίσω σου κάποιον/ κάτι που όντως δεν άξιζε
Όταν σου μίλησε για πρώτη φορά
Όταν πήγες στην πρώτη συναυλία
Όταν έκλαιγες μαζί με φίλους 
Όταν έφαγες κάτι που το ήθελες καιρό
Όταν ήπιες πολύ
Όταν χόρεψες πολύ
Όταν σήκωσες τη φωνή σου για πρώτη φορά
Όταν άρχισες το σχολείο
Όταν το τελείωσες
Όταν πήγες στη σχολή
Όταν έφυγες από αυτή
Όταν έφυγε από τη ζωή ένα αγαπημένο σου πρόσωπο
Όταν ήρθε στη ζωή ένα άλλο

Sometimes... Απλά νιώθεις, δεν σκέφτεσαι. 
Sometimes when i look deep in your eyes, i swear i can see your soul.

Να δίνεστε, αυτό.
http://www.youtube.com/watch?v=ejU5YAHN3vQ

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Η κλεψύδρα.

Ήταν επίσημα πλέον η μέρα που η ώρα άλλαξε. Όχι άλλαζε, άλλαξε, για μένα εκείνη τη μία και μοναδική φορά. Γινόταν πιο μικρή, χειμώνιαζε δηλαδή. Η νύχτα επομένως μεγάλωνε και μαζί μεγάλωνε κι η μοναξιά μου. Τη μέρα ξεχνιόμουν αλλά τη νύχτα κάθε φορά που ξάπλωνα εμφανιζόσουν μπροστά μου. Δεν το έχω πει σε κανέναν αλλά έχω δύο μαξιλάρια επίτηδες. Το ένα το έχω για να στηρίζω το κεφάλι μου και το άλλο για να το παίρνω αγκαλιά και να του μιλάω για διάφορα, έστω και να μην μιλάω απλά να κλαίω όπως έκανα σε σένα παλιά. Δεν το έχω παραδεχτεί ποτέ αλλά είσαι ο μόνος άντρας που ποτέ αγάπησα. Και αυτό για πολλά πράγματα που δεν έχουν σημασία εφόσον πλέον τα γνωρίζω εγώ.
Εκείνη τη μέρα, ή μάλλον βράδυ μου έλειπες αφόρητα. Θυμήθηκα εκείνο το τελευταίο βράδυ μας και νευρίασα γιατί ποτέ δεν έκανα και δεν είπα αυτά που ήθελα. Κοίταξα το ρολόι, ήταν μία η ώρα. Μου ήρθε μια τρελή ιδέα. Έπρεπε να το κάνω για μένα, για σένα αλλά κυρίως για μας επειδή το αξίζαμε. Σηκώθηκα κι άνοιξα τον υπολογιστή, μπήκα στο προφίλ σου στο facebook και ευτυχώς για καλή μου τύχη ή λόγω καγκουριάς των φίλων σου υπήρχε ένα check-in. Το ήξερα το μαγαζί, έπρεπε να βιαστώ. Ετοιμάστηκα γρήγορα και πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό με θεωρούσα ξανά όμορφη. Βγήκα έξω και περίμενα να περάσει ταξί. Κοίταξα το ρολόι μου ήταν ήδη 2,30. Θα έκανα πολλή ώρα να φτάσω και θα μου έφευγαν πολλά λεφτά αλλά έπρεπε να το κάνω.
Ήταν 3 παρά κάτι λίγο όταν μπήκα στο μαγαζί. Κάποιοι που καθόντουσαν στην είσοδο γύρισαν με κοίταξαν και κάτι είπαν μεταξύ τους. Δεν έδωσα σημασία, έψαξα να σε βρω. Προχωρούσα μέσα στο μαγαζί όταν είδα το Γιάννη το φίλο σου. Με κοίταξε κι αυτός και έμεινε έκπληκτος, τον πλησίασα.
-Επ Γιάννη, τι κάνεις;
-Πλάκα κάνεις τώρα, πού βρέθηκες εσύ εδώ;
Και ξαφνικά άνοιξε ο κύκλος και σε είδα. Η καρδιά μου έπαψε να χτυπά για ένα δευτερόλεπτο κι ήμουν σίγουρη πως το ένιωσες κι εσύ αυτό. Σε πλησίασα και κοίταξα το ρολόι μου, ήταν ακριβώς 3.
-Γεια σου ψηλέ
-Μικρή; Τι κάνεις εδώ;
-Για σένα ήρθα. Έλα μαζί μου.
-Να κάνουμε τι;
-Έλα.
Με κοίταξες για λίγα δευτερόλεπτα και άρπαξες το μπουφάν σου, ψέλλισες κάτι στους φίλους σου κι έπιασες το χέρι μου.
-Πού πάμε;
-Who cares?
Γέλασε και βγήκαμε έξω. Περπατούσαμε χωρίς να μιλάμε κι ακόμα μου κρατούσες το χέρι. Περπατούσαμε λίγο όταν είδα ένα πάρκο.
-Πάμε να κάνουμε κούνια
-Μικρή τι λες; Γέρασα
-Όλοι ψάχνουμε μια δικαιολογία να κάνουμε κούνια, έλα μωρέ γεροξεκούτη
Άρχισα να τρέχω και με ακολούθησες, γελούσαμε πολύ, σαν μικρά παιδιά. Όλα γύρω φαίνονταν αδιάφορα σαν να μην υπήρχε ποτέ κανένας. Κάναμε κούνια και κοιταζόμασταν στα μάτια. Σηκώθηκα και κάθισα στα πόδια του, τυλίγοντας τα δικά μου γύρω από τη μέση του.
-Γιατί ήρθες σήμερα;
-Μας δίνω την ευκαιρία που ποτέ δεν είχαμε
-Σε ποιο πράγμα;
-Σ’αγαπώ. Πάντα σ’αγαπούσα. Συγνώμη.
Βούρκωσαν τα μάτια μας γιατί δεν χωρούσαν άλλα συναισθήματα.
-Είσαι πολύ όμορφη
-Εσύ; Εσύ δεν μ’αγαπάς;
-Γιατί ζητάς την επιβεβαίωση;
-Δεν έχεις ανάγκη εσύ μήπως από συναισθήματα;
-Σ’αγαπάω. Καμία δεν είναι σαν εσένα
-Τόσο γκρινιάρα;
-Τόσο και παραπάνω. Φίλησέ με
Και φιληθήκαμε και η καρδιά μου κόντευε να βγει απ’ το σώμα μου. Σταματήσαμε για να σου μιλήσω ξανά
-Δεν είναι κρίμα να είμαστε χώρια;
-Η ιστορία μας έκανε τον κύκλο της, δεν έχω κάτι άλλο να σου δώσω μικρή
-Δεν μου έδωσες και πολλά, μόνη μου αγαπούσα, μόνη μου έδειχνα
-Δεν με κατάλαβες ακόμη; Θα με βαρεθείς
-Όταν ξαπλώνω και κλείνω τα μάτια πάντα είσαι εκεί
-Δεν αντέχω τη μέρα μου όταν ξυπνάω και δεν είσαι εκεί να φτιάχνεις καφέ και να τραγουδάς
-Δεν αντέχουμε ο ένας τον άλλον, δεν αντέχουμε ο ένας χωρίς τον άλλον, τι περιπτωσάρες είμαστε εμείς μου λες;
-Θ’ αρραβωνιαστώ μικρή, οι γονείς μου με πιέζουν, βρήκα μια κοπέλα, καλή είναι
Ο αέρας έφυγε από την ατμόσφαιρα ξαφνικά.
-Μην το κάνεις, έλα να ζήσουμε μαζί
-Είσαι μόνο 23 και εγώ 32 τι μέλλον έχουμε;
-Τρια άσχημα παιδάκια
-Δεν γίνεται μικρή, δεν είναι το γραφτό μας. Πάμε τώρα
-Φίλησέ με
Φιλιόμασταν κοίταξα την ώρα και ήταν 4 παρά είκοσι.
-Πάμε πρέπει να γυρίσεις στα παιδιά
-Εσύ; Σε ποιον θα γυρίσεις;
-Στην ανάμνησή σου
Κατέβηκα από πάνω του και προχώρησα αρκετά χωρίς να κοιτάω πίσω, χωρίς να κρατάω το χέρι του. Ένιωθα καλά, ένιωθα 100 κιλά πιο ελαφριά κι όμως δεν ήθελα να σκέφτομαι πως θα ήταν με άλλη. Δε γινόταν.
-Δε γίνεται να είσαι με άλλη
-Δε θέλω να είμαι με άλλη αλλά πληγώθηκα, υπέφερα
-Και γιατί δεν ήρθες να με βρεις;
-Σ’ευχαριστώ για το σημερινό.
Κοίταξα κι είχαμε φτάσει έξω από το μαγαζί.
-Ποιο σημερινό;
-Που ήρθες εδώ να με βρεις, να το τελειώσουμε σωστά
-Μα τι λες; Πότε ήρθα;
-Με δουλεύεις μικρή; Στις τρεις δεν ήρθες
-Τρεις είναι τώρα, δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.
Γέλασα και του έκλεισα το μάτι. Ήταν όντως τρεις, ήταν σαν να μη συνέβη ποτέ όλο αυτό κι όμως έγινε. Χαμογέλασα με το πώς το είχα καταφέρει να ξεγελάσω το χρόνο. Μπήκα στο πρώτο ταξί που πέρασε και πήγα σπίτι. Έβγαλα τα ρούχα και ξάπλωσα, κοίταξα το μαξιλάρι αλλά δεν είχα την ανάγκη να το πάρω αγκαλιά. Στριφογύρισα στο κρεβάτι μέχρι να το συνειδητοποιήσω όλο αυτό και άκουσα το κινητό μου να χτυπάει, είχα ένα μήνυμα.
-Μόλις χώρισα, πέτα την ανάμνηση, έλα να φτιάξουμε μια καινούργια
-Σε περιμένω σπίτι




Υ.Γ Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό με την ώρα και λοιπά, αλλά το πιάσατε το υπονοούμενο, ευχαριστώ.

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Τρεμοπαίζω.

Καμιά φορά είμαι πολύ μελαγχολική.
Όλα μου φταίνε, όλα μου φαίνονται τόσο μάταια.
Σήμερα το βράδυ είναι ένα τέτοιο βράδυ.
Κλείνω τα φώτα γιατί το φως με τυφλώνει.
Θέλω σκοτάδι.
Τα μάτια εκεί δακρύζουν και δεν φαίνεται τίποτα.
Το σκοτάδι τα καλύπτει όλα.
Τα φώτα της πόλης μου φαίνονται τόσο ζωηρά, τόσο έντονα τόσο γεμάτα ζωή.
Δεν τα αντέχω.
Καλύτερα στο σκοτάδι.
Θα μου άρεσε να ήσουν κι εσύ εδώ, ξαπλωμένος να προσπαθώ με τα χέρια να σ αγγίξω.
Δεν θέλω να σε δω, μόνο να σε αγγίξω και να με αγγίξεις.
Ωραίο πράγμα το σκοτάδι γεμάτο μυστήριο.
Μα, τώρα που το σκέφτομαι, οι ήχοι ακούγονται.
Θα ακουστεί το αναφιλητό απ'τα δάκρυα, η καρδιά μου να χτυπάει δυνατά καθώς σε αγγίζω.
Τα συναισθήματα δεν κρύβονται είτε στο φως, είτε στο σκοτάδι.
Είναι εκεί, υπάρχουν, τα κουβαλάμε μέσα μας.


Υ.Γ Πάει ένας μήνας να σε δω και μου λείπεις. ΠΟΛΥ.