Liberta e Sogni.

ποιοι είμαστε αλήθεια; οι σούπερ ήρωες ή η κρυφή τους ταυτότητα;

Άσιμος.

Ανθρώπους ψάχνουμε όχι ιδεολογίες.
Ανθρώπους να'χουν θάρρος, αγάπη, καλοσύνη.
Ανθρώπους που δεν είναι ψεύτες, ρηχοί και βολεμένοι και ξέρουν να δίνουνε, όχι να ρουφάν και να εκμεταλλεύονται τους γύρω.
Ανθρώπους έστω με καρδιά.
Ας είναι δικηγόροι, παπάδες και αστυνόμοι.
Ας είναι και χαφιέδες, κομουνιστές, αναρχικοί, αρκεί να έχουν τόλμη να κρατήσουν ένα λόγο και να πούνε την αλήθεια.

Cos'there's still magic in this world..

Cos'there's still magic in this world..
"drunk fairies on magic potions, beautiful witches and old pirates... They all come to life when the music starts."

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Θλιβερά Μαντάτα.

Κάθε φορά πριν πιάσουμε λιμάνι στο νησί, ανέβαινα στο κατάστρωμα, όχι για να δω, τόσα χρόνια ήξερα το νησί σαν την παλάμη μου. Ήξερα κρυφά δρομάκια, περάσματα, σημεία που κόβει ο αέρας, σημεία που ξερνάνε οι περαστικοί, σημεία που φιλιέσαι κρυφά τα βράδια, σημεία που κρυφά πίνεις τα βράδυα, σημεία που είναι άγνωστα για κάθε τουρίστα, αλλά για σένα, για σένα είναι τα πάντα. Ανέβαινα στο κατάστρωμα για να μυρίσω την αλμύρα, να μυρίσω τη μυρωδιά του νησιού μου, της πατρίδας μου, των φίλων μου, των συγγενών μου, της δικιάς σου. Κάθε ρουφηξιά αέρα ήταν για μένα ρουφηξιά της ζωής. Καθώς ρουφούσα, έκλεινα τα μάτια μου και σε φανταζόμουν. Φανταζόμουν πως για τρεις περίπου μήνες θα ήσουν δικιά μου και μόνο δικιά μου κι ύστερα ας χωρίζαμε. Θυμάμαι που καμιά φορά βρισκόμασταν και το χειμώνα και τώρα που ρουφάω ακόμη λίγο αέρα αναρωτιέμαι γιατί δεν το κάναμε πιο συχνά. Υποχρεώσεις, δουλειές, σχολές, σκατά όλα, σκατά, δικαιολογίες. Φόβος ήταν. Σε ήξερα από τότε που με είχες κολλήσει ψείρες στο νηπιαγωγείο κι όμως δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς εκείνες τις ψείρες που μ'έκαναν να κουρευτώ γουλί. Τι φοβόμασταν; Να ερωτευτούμε; Αφού βαθιά μέσα μας το ξέραμε. Δεν υπήρχε ποτέ κανείς άλλος για μας. Να κάνουμε έρωτα; Να βιώσουμε το τέλειο; Άνοιξα τα μάτια μου και δάκρυα σχηματίστηκαν στο πρόσωπό μου. Σήκωσα το σακίδιο, αυτή τη φορά δεν είχα βαλίτσες, αυτή τη φορά δεν είχα τίποτα. Μόνο μια σκέψη, να σε δω, μόνο για μια μέρα, γιατί αλλιώς δεν θ'άντεχα. Να σε κοιτάξω, να σου μιλήσω, να σου πω πως θ'αντέξω το χειμώνα μακριά σου, και όχι μόνο αυτόν το χειμώνα, αλλά κάθε χειμώνα. Το είχα πάρει απόφαση πλέον κι ας ήταν αργά. Σου είχα γράψει κι ένα γράμμα. Κατέβηκα από το πλοίο κι όταν πάτησα στο λιμάνι ένιωσα τα πόδια μου να κόβονται. Είδα το θείο μου από μακριά που με κοιτούσε και κουνούσε το χέρι του. Τον πλησίασα και τον αγκάλιασα.
-Είσαι καλά γιε μου; Πόσο θα κάτσεις;
-Καλά θείο. Όσο χρειαστεί.
-Και οι βαλίτσες;
-Δεν έχω θείο. Μόνο πήγαινέ με σπίτι.
Στη διαδρομή δεν είπαμε κουβέντα, ήμασταν και οι δύο το ίδιο σινάφι, ήμασταν και οι δύο τόσο λιγομίλητοι. Κι όμως τα μάτια μας έκρυβαν τόσα πολλά συναισθήματα, συναισθήματα που δεν εκφράζονται με λόγια. Μπήκα στο σπίτι κι αμέσως πήγα στο δωμάτιό μου. Ξάπλωσα στο κρεβάτι κι αφουγκράστηκα την σιωπή. Κάπου μετά από λίγη ώρα θαρρώ πως άκουσα το γέλιο σου στο δωμάτιο, τότε που ακόμα μικρά, μιλούσαμε, κάναμε όνειρα, τότε που σε γαργαλούσα, που πείραζα τα μαλλιά σου, τότε που μου έλεγες Νίκο, πρέπει να διαβάσεις, τι θα γίνεις βοσκός; Η Μαιρούλα δεν θέλει βοσκούς. Και είχα διαβάσει μετά, όχι για τη Μαιρούλα, αλλά μόνο για σένα, για να είσαι περήφανη για το φίλο σου, για να λες ότι σε ακούω. Γιατί το είχες ανάγκη αυτό, το να σε ακούνε οι άλλοι. 
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και βγήκα από το σπίτι χωρίς να πω κουβέντα πάλι. Πήγα σε όλα τα μέρη που πηγαίναμε μικροί, στο μέρος που είχες πέσει από το πολύ ποτό, στο μέρος που είχες κλάψει όταν έχασες τον μπαμπά σου, στο μέρος που σε είχα αγγίξει για πρώτη φορά στην γυμνή απ'το μαγιό κοιλιά σου, στο μέρος που σε φίλησα και καλά μεθυσμένος για πρώτη φορά, στο μέρος που είχαμε μαλώσει για πρώτη φορά. Ήλπιζα να σε δω, αλλά ήξερα πως δεν είχες έρθει ακόμη. Έπρεπε να βρω το θάρρος αυτή τη φορά να σου πω το πόσο πολύ σ'αγαπάω.
Είχε νυχτώσει κι έπρεπε τώρα να σε δω, ήξερα εδώ και πολλά χρόνια που να σε βρω. Ήξερα πως θα ήσουν πάντα εκεί, γιατί παλιά ήταν από τα αγαπημένα σου μέρη. Τόσο παράξενη ήσουν.
Πλησίασα και σε είδα, είδα τη φωτογραφία σου να μου χαμογελά. Είχες ζητήσει να σε θάψουν δίπλα από τον πατέρα σου. Ήσουν τόσο όμορφη πάντα. Έχουν περάσει σχεδόν 5 χρόνια πια κι ακόμα μου χαμογελάς. Κοντεύω να ξεχάσω τη φωνή σου πλέον. Ήρθε η στιγμή να σου πω το πόσο σ'αγαπάω. Σκύβω και σε φιλάω γι ακόμη μια φορά κι αυτή τη φορά σου αφήνω ένα χαρτάκι.




"Όπου κι αν πάω κι ά βρεθώ κι ότι καιρό κι ά ζήσω
τάσσω σου άλλη να μη δώ μηδέ ν’ ανατρανίσω

Κι ας τάξω ο κακορρίζικος πως δε σ’ είδα ποτέ μου
Ένα κερίν αφτούμενο ακράτουν κ’ ήσβησέ μου

Κάλλια `χω σε με θάνατο παρ’ άλλη με ζωή μου
Γιά σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου"



Σ'αγαπάω. Για πάντα δικός σου.
Γύρισα σπίτι κι έτσι κουρασμένος ξέσπασα σε κλάματα. Μακάρι ν'άκουγα ξανά τη φωνή σου.